παρακελευστικος

παρακελευστικος
    παρακελευστικός
    παρα-κελευστικός
    3
    1) побуждающий, призывающий, зовущий
    

(λόγος π. ἐπ΄ ἀρετήν Plat.)

    2) грам. (о наречиях или частицах типа ἄγε, εἶα) побудительный, повелительный

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παρακελευστικος" в других словарях:

  • παρακελευστικός — calling out to masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικός — ή, ό / παρακελευστικός, ή, όν, ΝΑ [παρακελεύομαι] παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ ἀρετήν», Πλάτ.). επίρρ... παρακελευστικῶς Α με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά …   Dictionary of Greek

  • παρακελευστικά — παρακελευστικός calling out to neut nom/voc/acc pl παρακελευστικά̱ , παρακελευστικός calling out to fem nom/voc/acc dual παρακελευστικά̱ , παρακελευστικός calling out to fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικόν — παρακελευστικός calling out to masc acc sg παρακελευστικός calling out to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικήν — παρακελευστικός calling out to fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικῶς — παρακελευστικός calling out to adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»